- ανάγλυφος
- -η, -ο (Α ἀνάγλυφος, -ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο*νεοελλ.1. λέγεται επίσης για μη γλυπτές αλλά προεξέχουσες απεικονίσεις (ανάγλυφος χάρτης)2. αυτός που απεικονίζεται, που περιγράφεται ζωηρά, ακριβής, παραστατικός, ζωντανός«ανάγλυφη εικόνα τής καταστροφής».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυφικός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφόλιθος].
Dictionary of Greek. 2013.